- ορθοστασία
- η [ορθοστατώ]το να στέκεται κανείς όρθιος, η όρθια στάση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθοστασία — η το να στέκεται κανείς όρθιος: Όλη μέρα εργασία, κούραση κι ορθοστασία (λαϊκό τραγούδι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορθοστατικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ορθοστασία ή προέρχεται από την ορθοστασία («ορθοστατική υπόταση») 2. φρ. «ορθοστατικό σύνδρομο» ιατρ. σύνολο συμπτωμάτων που εμφανίζονται μόνον σε όρθια ή καθιστική στάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθοστασία. Η λ.… … Dictionary of Greek
ακαθισιά — και σία, η 1. συνεχής ορθοστασία 2. συνεχής κίνηση, απασχόληση 3. φιλοπονία, φιλεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ορθή γραφή είναι ακαθισιά, με ι (όχι ακαθησιά), όπως φαίνεται από την ετυμολογική προέλευση τής λέξης από α στερητ. + καθισιά < ἐκάθισα, αόριστος … Dictionary of Greek
ακαταστασία — η (Α ἀκαταστασία) [ἀκατάστατος] ανωμαλία, ταραχή, αναρχία νεοελλ. η έλλειψη τάξης, η αταξία αρχ. 1. η ανικανότητα για ορθοστασία «τοῡ σώματος ἀκαταστασία» (Χρύσιππος Στωικ. 3, 121) 2. η αστάθεια, η ελαφρότητα τού χαρακτήρα (Αρτεμίδ. 2, 68, Πολ. 7 … Dictionary of Greek
εκκυβίστηση — η 1. (στη γυμναστική) η επάνοδος από την κυβίστηση στην ορθοστασία 2. (στα διπλά σχοινιά) η μετάβαση από την ανακυβίστηση στην κατακόρυφη εξάρτηση … Dictionary of Greek
κιρσοκήλη — Κιρσώδης διεύρυνση των σπερματικών φλεβών στο όσχεο. Παρουσιάζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 17 30 ετών. Η εμφάνιση της κ. οφείλεται στην αύξηση της τροφοδότησης των γεννητικών οργάνων με αίμα και στη δύσκολη απαγωγή του. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν … Dictionary of Greek
λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… … Dictionary of Greek
ξεροστάλιασμα — το [ξεροσταλιάζω] το να ξεροσταλιάζει κανείς, πολύωρη ορθοστασία … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
σταλικοποδιάζω — Ν κουράζομαι από την ορθοστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλίκι + πόδι + κατάλ. ιάζω] … Dictionary of Greek